- ἀπορρίπτοντας
- ἀπορρί̱πτοντας , ἀπορρίπτωthrow awaypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… … Dictionary of Greek
ορθολογισμός — I (Αρχιτ.). Στην αρχιτεκτονική, τάση που θεωρείται θεμελιώδης στις σύγχρονες εξελίξεις της ευρωπαϊκής και εξωευρωπαϊκής τέχνης. Το προσόν της είναι ότι προώθησε έναν ενιαίο και νέο ρυθμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των εφαρμοσμένων τεχνών,… … Dictionary of Greek
ουνιταριανισμός — ο θρησκευτικό δόγμα που έχει τις ρίζες του στον καλβινικό πουριτανισμό και γεννήθηκε τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη αλλά αναπτύχθηκε αργότερα κυρίως στις ΗΠΑ και το οποίο διακηρύσσει ότι ο θεός έχει μόνον μία υπόσταση, απορρίπτοντας τη θεϊκή φύση τού… … Dictionary of Greek
ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… … Dictionary of Greek
σοσιαλδημοκρατία — Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και… … Dictionary of Greek
φαβιανός — ή, ό, Ν 1. μέλος τής Φαβιανής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1883 με στόχο την εγκαθίδρυση δημοκρατικού σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Μεγάλη Βρετανία και τάσσεται υπέρ τής σταδιακής μετάβασης στον σοσιαλισμό, απορρίπτοντας την ταξική… … Dictionary of Greek
χριστιανομερίτες — οι / χριστιανομερῑται, ΝΑ θρησκειολ. Εβραίοι που ασπάζονταν τον χριστιανισμό, απορρίπτοντας μόνον το μυστήριο τού βαπτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + μερίτης«μέτοχος, συμμέτοχος»] … Dictionary of Greek